γωνιομετρία

γωνιομετρία
η
κλάδος της γεωμετρίας που πραγματεύεται τη μέτρηση των γωνιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γωνιομετρία — η 1. κλάδος τής γεωμετρίας 2. τέχνη μετρήσεως τών γωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο τής Ελληνικής < γωνία + μετρία* (πρβλ. γαλλ. goniometrie). Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • γωνιομετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη γωνιομετρία …   Dictionary of Greek

  • ραδιογωνιομετρία — η, Ν (ραδιοηλ.) προσδιορισμός τής θέσης ενός ραδιοφωνικού πομπού με τη βοήθεια ραδιογωνιομέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνεια συνθ., πρβλ. αγγλ. radiogoniometry (< λατ. radius «ακτίνα» + γωνιομετρία)] …   Dictionary of Greek

  • γωνιομετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη γωνιομετρία: Έκανε μια γωνιομετρική εργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”